- απαραπλάνητος
- -η, -οαυτός που δεν παραπλανήθηκε, δεν εξαπατήθηκε: Ό,τι πίστευε, το πίστευε απαραπλάνητος, από σκέψη δική του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
απαραπλάνητος — η, ο αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν νά παραπλανηθεί … Dictionary of Greek
αβαυκάλιστος — η, ο [βαυκαλίζω] 1. αυτός που δεν αποκοιμήθηκε ή δεν μπορεί να αποκοιμηθεί με νανούρισμα, ο ανανούριστος 2. αυτός που δεν ξεγελάστηκε ή δεν μπορεί να ξεγελαστεί με απατηλές υποσχέσεις, αξεγέλαστος, απαραπλάνητος … Dictionary of Greek